- πλεοναχός
- -ή, -όν, Α1. ο κάθε είδους ή λογής, παντοειδής, ποικίλος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεοναχόνη ποικιλία.επίρρ...πλεοναχῶς και πλειοναχῶς Αμε πολλούς τρόπους ή με διαφορετικές έννοιες («πλεοναχῶς ἐτυμολογεῑν», Στραβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. τού πλείων* + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- (βλ. πανταχώς, πανταχού)].
Dictionary of Greek. 2013.